- μενίππειος
- μενίππειος, -ον (Α) [Μένιππος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μένιππο2. φρ. «Μενίππεοι Σάτιραι» — τίτλος έργου τού Ουάρρωνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σάτιρα — Λογοτεχνικό είδος που έχει σκοπό να υπογραμμίσει και να καυτηριάσει, με στοιχεία κυρίως κωμικά και παραμορφωτικά αλλά συχνά και τραγικά τα ανθρώπινα ελαττώματα και ατέλειες και επομένως να διορθώσει τα ήθη. Είναι δύσκολο να αναπλάσουμε την… … Dictionary of Greek